Σάββατο 4 Ιανουαρίου 2014

Για τη Διαχείριση των Απορριμμάτων

Της Χαράς Καφαντάρη*  (αναδημοσίευση από τα Χημικά Χρονικά, Τεύχος 6, Οκτώβριος 2013)
  
Το «σκουπίδι» που μέχρι σήμερα θεωρείτο κάτι που πρέπει άμεσα να απομακρυνθεί από την «αυλή» μας, αναδεικνύεται ως πηγή κέρδους. Πλέον τα απορρίμματα έχουν τα χαρακτηριστικά ενός προϊόντος με αξία που αγοράζεται και πουλιέται. Για το λόγο αυτό και τεράστια οικονομικά συμφέροντα («εθνικοί» και μη εργολάβοι) επενδύουν στη διαχείριση τους, αποσκοπώντας σε τεράστια οικονομικά οφέλη.
Σήμερα όμως, περισσότερο από ποτέ, η διαφύλαξη του περιβαλλοντικού πλούτου και των φυσικών πόρων, σε συνδυασμό με την ορθολογική διαχείρισή τους και με κύριο άξονα τον αναντικατάστατο ρόλο του Δημόσιου Τομέα, μπορεί να είναι βασικός παράγοντας για αναπτυξιακά μέτρα και να αποτελέσει την ραχοκοκαλιά μιας βιώσιμης ανάπτυξης και το πλαίσιο αναφοράς μιας ανθρωποκεντρικής οικονομίας.
H διαχείριση απορριμμάτων είναι δημόσια υπόθεση.
    Τα απορρίμματα αποτελούν εν δυνάμει σημαντικό πόρο υλικών και ενέργειας. Η ορθολογική διαχείρισή τους μπορεί να εξασφαλίσει θέσεις εργασίας και σημαντικούς πόρους.
Η ευρωπαϊκή στρατηγική για τα στερεά απόβλητα υπακούει στην ιεράρχηση της διαχείρισης, σύμφωνα με την ευρωπαϊκή οδηγία 2008/98, που θέτει σαν προτεραιότητα τους στόχους: Πρόληψη και Μείωση, Προετοιμασία για επαναχρησιμοποίηση, Ανακύκλωση, Ανάκτηση και Ασφαλής Διάθεση. Για την ΕΕ η μετάβαση σε μια κοινωνία ανακύκλωσης αποτελεί βασική συνιστώσα της αειφορικής διάστασης της ανάπτυξης.
Με αυτόν τον στόχο κατά νου, η οδηγία υποχρεώνει τα κράτη μέλη, μεταξύ των άλλων να δημιουργήσουν Σχέδια Πρόληψης Δημιουργίας Αποβλήτων ως τον Δεκέμβριο του 2013. Με το Νόμο 4042/2012 (ΦΕΚ24/Α/13.02.2012) ενσωματώθηκε στο εθνικό μας δίκαιο η Οδηγία 2008/98 ΕΚ.
Το άρθρο 29 της οδηγίας απαιτεί τη δημιουργία προγραμμάτων πρόληψης της δημιουργίας αποβλήτων, με στόχο να διαρραγεί ο δεσμός μεταξύ οικονομικής ανάπτυξης και περιβαλλοντικών επιπτώσεων, που συνδέονται με τη δημιουργία αποβλήτων.
Στο Άρθρο 58 Μεταβατικές διατάξεις, του νόμου 4042/12 στην παράγραφο 2, αναφέρεται : «2.Το Υπουργείο Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής εκπονεί μέχρι τις 12 Δεκεμβρίου 2013, προγράμματα πρόληψης δημιουργίας αποβλήτων». Μέχρι σήμερα δεν γνωρίζουμε ποια είναι η εξέλιξη στην υλοποίηση του έργου «Εθνικό Στρατηγικό Σχέδιο Πρόληψης Δημιουργίας Αποβλήτων» και ποιο το χρονοδιάγραμμα για την ολοκλήρωση αυτού.
 Η κατάσταση στην Ελλάδα
    Το καπιταλιστικό μοντέλο ανάπτυξης που ακολουθείται επί δεκαετίες, έχοντας σαν κυρίαρχες κατευθύνσεις την υπερκατανάλωση, την υπερπαραγωγή και κατασπατάληση των φυσικών πόρων, είχε σαν συνέπεια και την καταστροφή του περιβάλλοντος. Η οικολογική και οικονομική κρίση όμως συνδέονται και αλληλοτροφοδοτούνται. Οι πολιτικές όμως, που ακολουθήθηκαν στη διαχείριση απορριμμάτων όλα αυτά τα χρόνια από τις κυβερνήσεις, που επικράτησαν στη χώρα μας, ήταν κοντόφθαλμες, επιζήμιες και χωρίς κανένα μελλοντικό σχεδιασμό και βασίστηκαν στην λειτουργία ανεξέλεγκτων χωματερών (ΧΑΔΑ), από τις οποίες πολλές βρίσκονται ακόμα σε λειτουργία, αποτελώντας μια εν δυνάμει «περιβαλλοντική βόμβα», πράγμα που οδηγεί τη χώρα μας σε μια ακόμα καταδίκη από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και την επιβολή υψηλών ημερησίων προστίμων.
Οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις μιας τέτοιας διαχείρισης είναι τεράστιες. H ταφή απορριμμάτων σε χωματερές ρυπαίνει σημαντικά τα εδάφη, τον υδροφόρο ορίζοντα, ενώ συγχρόνως επιτρέπει την έκλυση τεράστιων ποσοτήτων αερίων του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα, σε μια εποχή που η κλιματική αλλαγή επελαύνει.
Υπό την πίεση της εκρηκτικής κατάστασης που δημιουργήθηκε με τους ΧΑΔΑ και τις τραγικές παραβιάσεις της περιβαλλοντικής νομοθεσίας, η διαχείριση των απορριμμάτων που επιβλήθηκε μέσα από τους νομαρχιακούς και στη συνέχεια Περιφερειακούς Σχεδιασμούς, βασίστηκε στις απαιτήσεις των εργολάβων για τη δημιουργία δεκάδων ΧΥΤΑ/Υ, απορρίπτοντας ουσιαστικά τις κατευθύνσεις αλλά και την εμπειρία πολλών χωρών της ΕΕ.
Με αυτές τις πολιτικές φτάσαμε στο επίπεδο να κατασπαταλήσουμε εκατομμύρια κοινοτικών και εθνικών πόρων, να «φυτεύουμε» νέους ΧΥΤΑ/Υ ανεβάζοντας τους τζίρους των εργολάβων, αλλά προκαλώντας τεράστια κοινωνικά και περιβαλλοντικά προβλήματα, αφού η λειτουργία ακόμη και αυτών των ΧΥΤΑ πλειστάκις έχει καταγγελθεί για παραβιάσεις των προδιαγραφών.
Επισημαίνουμε ενδεικτικά μερικές μόνο, κραυγαλέες περιπτώσεις επικίνδυνων χωροθετήσεων ΧΥΤΑ/Υ:
1. ΧΥΤΑ Ζακύνθου– Λαγανάς
2. ΧΥΤΑ Δυτικής Σάμου
3. ΧΥΤΑ Λευκίμμης
4. ΧΥΤΑ Μαυρορράχης
5. ΧΥΤΑ ΞΕΡΟΛΑΚΑΣ( Αχαΐα)
6. ΧΥΤΑ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΟΥ( Αχαΐα)
7. ΧΥΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΥ (Αττική) κ.α.
Πρόσφατη είναι η επίσκεψη στην Ελλάδα της Επιτροπής Αναφορών του Ευρωκοινοβουλίου (Σεπτέμβρης 2013), όταν Ευρωπαίοι ευρωβουλευτές επισκέφθηκαν, μετά από καταγγελίες πολιτών συλλογικοτήτων και του Έλληνα ευρωβουλευτή Ν. Χουντή στην επιτροπή Αναφορών του ΕΕ, την Λευκίμμη, το Γραμματικό, τη Μεγαλόπολη, τη Φυλή, ενώ άμεσα αναμένεται και το τελικό πόρισμα της Επιτροπής.
Και βέβαια, δεν μπορούμε να μην αναφέρουμε και το μεγάλο σκάνδαλο και «έγκλημα», που συντελείται και έχει ένα όνομα, ΟΕΔΑ στα Άνω Λιόσια Φυλή. Ο «χωροταξικός ρατσισμός» για τη Δυτική Αττική, εκφράζεται και με την υπερσυγκέντρωση στη Φυλή της διαχείρισης πάνω από το 90% των απορριμμάτων (ακόμη και επικίνδυνων) σε μια περιοχή, όπου έχουν εξαντληθεί τα όρια περιβαλλοντικής υποβάθμισης και κοινωνικής ανοχής.
Μνημόνια και διαχείριση απορριμμάτων.
    Σήμερα, με την επίκληση της οικονομικής κρίσης και του αδιεξόδου στο θέμα της διαχείρισης των απορριμμάτων και με την επιβολή προστίμων προ των πυλών, η κυβέρνηση προχωρεί με επείγουσες διαδικασίες σε εθνικό επίπεδο, το σχέδιο ιδιωτικών επενδύσεων υπό τη μορφή των ΣΔΙΤ (σύμπραξη δημόσιου και ιδιωτικού τομέα). Η επιλογή αναδόχου γίνεται με τη διαδικασία του ανταγωνιστικού διαλόγου και αφορά στην κατασκευή, λειτουργία και εκμετάλλευση μονάδων επεξεργασίας σύμμεικτων απορριμμάτων. Κύριος σκοπός, η ενεργειακή αξιοποίηση, ενώ ανοίγεται παράλληλα ο δρόμος στην καύση σύμμεικτων, μετατρέποντας την Τοπική Αυτοδιοίκηση σε εργαλείο εφαρμογής αυτής της πολιτικής. Μιλάμε ουσιαστικά για Τοπική Αυτοδιοίκηση εισπρακτικό μηχανισμό στην υπηρεσία επιχειρηματικών συμφερόντων, που ετοιμάζονται να λεηλατήσουν το δημόσιο πλούτο και τα λαϊκά εισοδήματα και με τη διαχείριση των απορριμμάτων, εκτοξεύοντας στα ύψη τα δημοτικά τέλη.
Όπως είναι σχετικά γνωστό, σε εξέλιξη βρίσκονται δώδεκα (12) Διαγωνισμοί για Συμπράξεις ΔημόσιουΙδιωτικού Τομέα στη διαχείριση απορριμμάτων: Δυτική Μακεδονία, Πελοπόννησος, Αιτωλοακαρνανία, Σέρρες, Ηλεία, Αχαΐα, τέσσερις (4) διαγωνισμοί στην Αττική και οι πρόσφατα ενταχθέντες στις ΣΔΙΤ για την Ήπειρο, Κέρκυρα και Αλεξανδρούπολη. Σύμφωμα με δημοσιεύματα, πρόκειται για μια τεράστια αγορά, που μπορεί να αναπληρώσει τη βουτιά των δημόσιων έργων, αφού ο συνολικός προϋπολογισμός των συμβάσεων ανέρχεται σε 2,1 δις ευρώ, σε τιμές 2012, με το κόστος κατασκευής στα 750 εκατ. ευρώ και προβλεπόμενη συγχρηματοδότηση από κοινοτικούς πόρους και την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων.
Αντικείμενο αυτών των συμπράξεων, όπως προβλέπεται στις σχετικές Προκηρύξεις της Α Φάσης είναι η κατασκευή, η 27ετής λειτουργία, συντήρηση και εκμετάλλευση Μονάδων Επεξεργασίας Απορριμμάτων (ΜΕΑ), με σκοπό την ενεργειακή αξιοποίηση, ενώ όλες προβλέπεται να υποδέχονται σύμμεικτα απορρίμματα.
Στο κυβερνητικό σχέδιο για ΣΔΙΤ και με τη μέθοδο του ανταγωνιστικού διαλόγου, ρυθμιστής είναι ο επενδυτής και ως προς τη μέθοδο διαχείρισης. Παραδίδεται στα χέρια των επενδυτών όλο το σύστημα διαχείρισης απορριμμάτων, από την αποκομιδή, έως την τελική διάθεση και με την εγγύηση του κράτους (για τα λεγόμενα επενδυτικά ρίσκα). Παραδίδεται συγκεκριμένη ποσότητα απορριμμάτων για την τροφοδοσία των μονάδων, εγγυημένη χρηματοδότηση του κόστους λειτουργίας απευθείας μέσα από το ΠΔΕ, εγγυημένη διάθεση των προϊόντων, εγγυημένη απορρόφηση της ενέργειας και επιδότησή της ως ΑΠΕ και τέλος, εξασφάλιση των Χώρων Υγειονομικής Ταφής Υπολειμμάτων (ΧΥΤΥ).
Η από 25.10.2012 Απόφαση της Διυπουργικής Επιτροπής για τις ΣΔΙΤ στην Αττική το ίδιο ισχύει για όλες τις συμπράξεις ορίζει α) ότι ο Ανάδοχος της κάθε Μονάδας Επεξεργασίας Απορριμμάτων (ΜΕΑ) θα αμείβεται για την ποσότητα των Αστικών Στερεών Αποβλήτων (ΑΣΑ), που θα διαχειρίζεται και β) οι πληρωμές διαθεσιμότητας προς τον Ανάδοχο, δηλαδή τα τέλη χρήσης, θα καταβάλλονται μέσω του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ), ενώ οι αντίστοιχοι δήμοι θα υφίστανται αντίστοιχη παρακράτηση των πόρων που έχουν λαμβάνειν ετησίως από το Δημόσιο. Στο σχέδιο αυτό όσο πιο πολλά απορρίμματα τόσο πιο καλά !
Όλοι αυτοί οι διαγωνισμοί για τις ΣΔΙΤ και ειδικότερα η επίμαχη φάση του Ανταγωνιστικού Διαλόγου, που οδηγεί στη επιλογή αναδόχουεπενδυτή γίνονται σε καθεστώς απόλυτης και αδιαφανούς εποπτείας από την κυβέρνηση, μέσω της Ειδικής Γραμματείας ΣΔΙΤ και του αρμόδιου Υπουργού και κυρίως χωρίς ουσιαστική συμμετοχή της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
Η εφαρμογή αυτού του σχεδίου για κεντρικές ΜΕΑ επεξεργασίας σύμμεικτων απορριμμάτων υποσκάπτει τις δράσεις ανακύκλωσης σε τοπικό επίπεδο και αυτό έχει κόστος, που δεν είναι μόνο περιβαλλοντικό. Έχει κοινωνικό και οικονομικό κόστος, από την στιγμή που εμποδίζει την ανάπτυξη δραστηριοτήτων φιλικών στο περιβάλλον, μικρής και μεσαίας κλίμακας, ήπιας τεχνολογίας, που θα μπορούσαν να συμβάλουν με δημιουργία θέσεων εργασίας και αξιοποίησης του εγχώριου δυναμικού.
Σημειώνουμε δε, ότι υπάρχει σοβαρό ενδεχόμενο να αμφισβητηθεί η χρηματοδότηση από πόρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης με ότι αυτό μπορεί να συνεπάγεται. Σύμφωνα δε, με την Ειδική Έκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου, 20/2012:
«Το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο, αξιολογώντας αρνητικά την επεξεργασία σύμμεικτων απορριμμάτων, κάνει σύσταση προς τα κράτη μέλη, μεταξύ άλλων, να εστιάζουν στις υποδομές διαχείρισης αποβλήτων που επεξεργάζονται απόβλητα διαχωρισμένα στη πηγή και καλεί την Επιτροπή να ορίσει, την εφαρμογή της προαναφερθείσας σύστασης, ως προϋπόθεση για τη συνεισφορά της Ε.Ε.»
Κλιματική Αλλαγή και διαχείριση απορριμμάτων.
    Αυτό που εξυπηρέτησαν τα σχέδια διαχείρισης στερεών αποβλήτων όπως εφαρμόστηκαν μέχρι σήμερα, ήταν η κατασπατάληση των εγχώριων και κοινοτικών κονδυλίων προς όφελος εργολαβικών επιχειρήσεων και η δρομολόγηση της εκχώρησης των δημόσιων υποδομών και πόρων σε επιχειρηματικά συμφέροντα. Στήθηκε μια τεραστίων διαστάσεων επιχείρηση κερδοσκοπίας σε βάρος του ελληνικού λαού και του περιβάλλοντος, εφαρμόζοντας μια πολιτική που υποβιβάζει τον σχεδιασμό διαχείρισης σε κατάλογο έργων προς χρηματοδότηση, ερήμην των πολιτών, ενώ προωθούνται ελλιπώς τεκμηριωμένες τεχνολογικές επιλογές, αποσπασματική θεώρηση και απουσία διαδικασιών ελέγχου και αξιολόγησης.
Τέτοιες είναι και οι τεχνολογίες καύσης σύμμεικτων απορριμμάτων, μια θερμική μέθοδος, με πολλά όμως μειονεκτήματα. Η καύση, ιδιαίτερα ακριβή μέθοδος, (απαιτεί μεγάλο πάγιο κόστος), παράγει τέφρα, που είναι ένα επικίνδυνο απόβλητο και απαιτεί ειδικό χειρισμό. Παράγονται επίσης επικίνδυνοι και με αμφίβολη αποτελεσματικότητα διαχειρίσιμοι αέριοι ρύποι (μικροσωματίδια, οξείδια του αζώτου και του θείου,κλπ).«Η καύση και η ταφή των απορριμμάτων οδηγεί στην αλλαγή του κλίματος από την απελευθέρωση αερίων του θερμοκηπίου» λέει ο Ο.Η.Ε.
Αυτές οι μέθοδοι διάθεσης των στερεών αποβλήτων στερούν από την οικονομία πρώτες ύλες και υλικά που μπορεί να επαναχρησιμοποιούνται, να ανακυκλώνονται ή και να μετατρέπονται σε λιπάσματα. Παράλληλα, τροφοδοτούν μια συνεχή κατανάλωση ενέργειας, μια συνεχιζόμενη σπατάλη φυσικών πόρων και με τον τρόπο αυτό ενισχύουν ένα μη βιώσιμο τρόπο παραγωγής, αυξάνοντας και την κατανάλωση. ΟΙ μεταφορές δε των τεράστιων ποσοτήτων σκουπιδιών προς καύση, επιδεινώνουν ακόμα περαιτέρω την κατάσταση, επιβαρύνοντας το περιβάλλον.
Εναλλακτική πρόταση.
    Στον αντίποδα της εφαρμοζόμενης πολιτικής, ο ΣΥΡΙΖΑ προτείνει ένα σχέδιο, που στηρίζεται στον δημόσιο χαρακτήρα, τον κοινωνικό έλεγχο και την αποκέντρωση των δράσεων σε επίπεδο δήμων, ή όμορων δήμων και περιφερειών.
Το σχέδιο διακρίνεται σε τέσσερα επίπεδα:
• Επίπεδο κατοικίας-επιχείρησης-υπηρεσίας δήμου, όπου έχει θέση η οικιακή κομποστοποίηση, η επαναχρησιμοποίηση, ένα πυκνό δίκτυο  σημεία συλλογής για συστήματα εναλλακτικής διαχείρισης, τα ειδικά απόβλητα και ανακτήσιμα υλικά, τη δυνατότητα κατασκευής μικρής κλίμακας μονάδων διαλογής και κομποστοποίησης, ήπιας τεχνολογίας, με σκοπό την παραπέρα ανάκτηση υλικών, και καθώς και διαλογή στην πηγή με σύστημα 4 κάδων.
• Επίπεδο μεγάλων δήμων ή ομάδων δήμων, όπου προβλέπεται δημιουργία αποκεντρωμένων εγκαταστάσεων διαχείρισης. Δηλαδή κέντρα διαλογής ανακυκλώσιμων υλικών (ΚΔΑΥ), μονάδες επεξεργασίας, αδρανών και σταθμοί μεταφόρτωσης.
• Επίπεδο ευρύτερης γεωγραφικής ενότητας ή περιφέρειας, με δίκτυο αποκεντρωμένων και άρτια οργανωμένων χώρων ασφαλούς διάθεσης, ή και με μονάδα επεξεργασίας σύμμεικτων, που θα δέχονται για υγειονομική ταφή τις μικρές ποσότητες υπολειμμάτων( ΧΥΤΥ).
• Επίπεδο επικίνδυνων αποβλήτων σε διαπεριφερειακό επίπεδο μακριά από τον αστικό ιστό, με ευθύνη της κεντρικής διοίκησης. Εδώ έχουν θέση και τα νοσοκομειακά απόβλητα. Πρόκειται για ειδικούς βιομηχανικούς χώρους υψηλής ασφάλειας.
Τέλος, ζητούμενο είναι η άμεση θεσμοθέτηση διαδικασιών συντονισμούαξιολόγησης του συστήματος διαχείρισης σε κάθε επίπεδο (δημιουργία ενιαίας βάσης δεδομένων, έλεγχος και παρακολούθηση της αποδοτικότητας όλων των επί μέρους δράσεων ιδιωτικών και δημόσιων, στο πλαίσιο του συστήματος), διορθωτικές παρεμβάσεις και ανάπτυξη δημόσιου ελεγκτικού μηχανισμού με συντονισμό σε κάθε επίπεδο.
Πρόκειται δηλαδή για ένα σχέδιο, που εξαντλεί σε κάθε βήμα τις δράσεις πριν πάμε στο επόμενο και αναφέρομαι στην πρόληψη, ανάκτηση χρήσιμων υλικών, επαναχρησιμοποίηση, τοπική κομποστοποίηση, όχι μόνο αφήνει πολύ λίγα απορρίμματα για μεταφορά και διαχείριση έξω από τα όρια της τοπικής κοινότητας, αλλά κρατά τα χρήσιμα σε όφελος της τοπικής κοινότητας και δημιουργεί θέσεις εργασίας και προοπτική ανάπτυξης της τοπικής επιχειρηματικότητας.
Και εδώ ο ρόλος των υπηρεσιών της Αυτοδιοίκησης (Α’ και Β’ βαθμού), στελεχωμένων με προσωπικό επαρκές και κατάλληλα εκπαιδευμένο, είναι αναντικατάστατος αν πραγματικά θέλουμε διαχείριση των απορριμμάτων με σκοπό την προστασία του περιβάλλοντος, της δημόσιας υγείας, χωρίς την οικονομική λεηλασία.
Πρώτη προτεραιότητα βέβαια, αποτελεί η μείωση του όγκου των απορριμμάτων, που έχει άμεση σχέση και με το μοντέλο ανάπτυξης (εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι η κρίση «φρόντισε» για μείωση του όγκου των απορριμμάτων κατά 18% περίπου). Πρόκειται δηλαδή για μια πολιτική που συνεκτιμά και αξιοποιεί τα ιδιαίτερα κοινωνικοοικονομικά χαρακτηριστικά σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο, αναγνωρίζει ρόλο και λόγο στις τοπικές κοινωνίες, δημιουργεί προϋποθέσεις ανάπτυξης σε όφελος του κοινωνικού συνόλου, δημιουργεί θέσεις εργασίας και δεν συνεπάγεται πρόσθετα οικονομικά βάρη για τους πολίτες. Μια πρόταση κοινωνικής συμμετοχής, όπου τα οφέλη ανταποδίδονται στην κοινωνία και όχι σε επιχειρηματικά συμφέροντα.
Ενεργειακή αξιοποίηση απορριμμάτων.
    Όσον αφορά την ενεργειακή αξιοποίηση απορριμμάτων, που πολύς λόγος γίνεται τελευταία και ταυτίζεται με την καύση σύμμεικτων οφείλουμε να πούμε:
Όταν μιλάμε για κλιματική αλλαγή συνήθως εστιάζουμε στο διοξείδιο του άνθρακα(CO2). Δεν πρέπει όμως να μας διαφεύγει και το μεθάνιο (CH4). Το 17% των αερίων του θερμοκηπίου οφείλεται στο μεθάνιο, το οποίο είναι 21 φορές πιο επικίνδυνο από το διοξείδιο του άνθρακα (πηγή η IPCC). Κύρια πηγή μεθανίου από ανθρωπογενείς παράγοντες είναι η γεωργία, η κτηνοτροφία, οι παράνομες χωματερές, τα ενεργειακά φυτά, οι αλλαγές στις χρήσεις γης κ.α.
Με την έννοια αυτή είναι δεδομένο ότι πρέπει να προσπαθήσουμε την μείωση των εκπομπών μεθανίου από τις ανθρωπογενείς πηγές, μετατρέποντάς το σε χρήσιμη ενέργεια, ή προϊόντα. Σήμερα, γίνονται μεγάλες προσπάθειες για την εναλλακτική αξιοποίηση των απορριμμάτων και αξιοποίηση του οργανικού υπολείμματος, για την παραγωγή βιοκαυσίμων, συνθετικών καυσίμων και πρώτων υλών.
Το βιοαέριο (ή στην εξευγενισμένη του μορφή το βιομεθάνιο) προέρχεται από διεργασίες βακτηριδίων κατά τη βιοδιάσπαση οργανικών ενώσεων, κάτω από αναερόβιες συνθήκες, πρόκειται δηλαδή για αναερόβια χώνευση βιομάζας. Τα απορρίμματα με μεγάλη περιεκτικότητα σε οργανική ύλη μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την παραγωγή του. Τέτοια είναι:
Περιττώματα και κόπροι ζώων, Γεωργικά απορρίμματα και υπολείμματα, Οργανικά απόβλητα (πχ από βιομηχανίες τροφίμων, λαϊκές αγορές, απορρίμματα εστιατορίων κ.α.), Λυματολάσπη από βιολογικούς καθαρισμούς και προϊόντα από ενεργειακές καλλιέργειες κ.α. Η περιεκτικότητα σε μεθάνιο του βιοαερίου εξαρτάται από την πηγή προέλευσής του.Βέβαια υπάρχουν μικρές ποσότητες αζώτου, ιχνοστοιχείων, υδρατμών.
Το βιοαέριο επειδή έχει μεγάλη περιεκτικότητα σε μεθάνιο, έχει χρήσεις παρόμοιες με το φυσικό αέριο, δηλαδή μπορεί να χρησιμοποιηθεί για παραγωγή θερμικής και ηλεκτρικής ενέργειας. Το υπόλειμμα που παραμένει από την αναερόβια χώνευση μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν ένα φτηνό οργανικό εδαφοβελτιωτικό και λίπασμα.
Αποτελεί ανανεώσιμη πηγή ενέργειας, η οποία αποθηκεύεται (σε αντίθεση με άλλες ΑΠΕ) και το σημαντικό μπορεί να καταναλωθεί εκεί που παράγεται, γεγονός που αποφέρει μακροοικονομικά οφέλη.
Η χρήση του αποφέρει επίσης σημαντικά περιβαλλοντικά οφέλη λόγω της προστασίας του εδάφους (χρήση οργανικών λιπασμάτων και εδαφοβελτιωτικών), νερών (μη απόρριψη αποβλήτων) και αέρα (μείωση των εκπομπών μεθανίου), αλλά και της ξυλώδους βλάστησης (μείωση της υλοτομίας, που σήμερα την περίοδο της κρίσης αναπτύσσεται επικίνδυνα).
Αλλά το σημαντικότερο περιβαλλοντικό πλεονέκτημα του βιοαερίου είναι η μείωση εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Τα οργανικά υλικά και η βιομάζα που χρησιμοποιούνται έχουν δεσμεύσει , μέσω της θρέψης και της πέψης διοξείδιο του άνθρακα από την ατμόσφαιρα.
Με την έννοια αυτή δεν προστίθεται νέα ποσότητα αερίων του θερμοκηπίου, που θα προέρχονταν από την καύση ποσοτήτων συμβατικών καυσίμων. Δηλαδή μπορούμε να πούμε ότι γίνεται ανακύκλωση του διοξειδίου του άνθρακα, που υπάρχει στην ατμόσφαιρα.
Εγκαταστάσεις παραγωγής βιοαερίου μπορούν να λειτουργήσουν σε διάφορες κλίμακες:
• Εγκαταστάσεις οικογενειακής κλίμακας
• Εγκαταστάσεις κλίμακας αγροκτήματος και
• Κεντρικές εγκαταστάσεις.
Η παραγωγή και χρήση του είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη παγκόσμια, από την Αφρική και την Ασία (κυρίως οικογενειακής κλίμακας) μέχρι τις ΗΠΑ και την Αυστραλία, όπου έχουμε εκτός από μεγάλες μονάδες παραγωγής βιοαερίου και αποκεντρωμένες σε επίπεδο λίγων αγροκτημάτων και Δήμων.
Πρέπει να γνωρίζουμε επίσης ότι στις Σκανδιναβικές χώρες το βιοαέριο κινεί και λεωφορεία, ενώ στην Δανία κυριαρχεί το μοντέλο κεντρικού συστήματος χώνευσης στο κέντρο της πόλης, όπου συγκεντρώνονται απόβλητα μιας ευρύτερης τοποθεσίας. Συνολικά στην Ευρώπη λειτουργούν περί τις 2000 μονάδες παραγωγής βιοαερίου, αξιοποιώντας αγροτικά, βιομηχανικά απόβλητα και απορρίμματα.
Στην Ελλάδα, με βάση τα στοιχεία του ΚΑΠΕ το 2007 λειτουργούν περί τις 15 μονάδες παραγωγής βιοαερίου, η μεγαλύτερη όμως παραγωγή βιοαερίου γίνεται στην Αττική.
Για τον μήνα Φεβρουάριο του 2011 η ΔΕΣΜΗΕ δίνει εγκατεστημένη ισχύ 41,5Μw και συνολική παραγωγή ενέργειας 33ΜWH. Το βιοαέριο καλύπτει μόνο 1% της συνολικής παραγωγής ενέργειας από ΑΠΕ (ΔΕΣΜΗΕ Φεβρουάριος 2011). Συνοψίζοντας, θεωρούμε ότι στην πρόταση μας για αποκεντρωμένη διαχείριση απορριμμάτων από ομάδες Δήμων, η παραγωγή βιοαερίου με μικρές μονάδες, που θα αξιοποιούν τα κλαδέματα, τα απόβλητα λαϊκής αγοράς, οικιακά οργανικά, λυματολάσπη κ.α. (ανάλογα με την περιοχή), μπορεί να συνυπάρξει αρμονικά με τη διαλογή στην πηγή, την ανακύκλωση και μάλιστα με ανταποδοτικότητα και όφελος για την κοινωνία και το περιβάλλον.

*Η Χαρά Καφαντάρη είναι γεωλόγος, βουλευτής Β’ Αθήνας ΣΥΡΙΖΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου